- κόρι
- κόριςbugmasc voc sgκόρῑ , κόριςbugmasc dat sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόρι — κόρι, τὸ (Α) βλ. κόριον (ΙΙ) … Dictionary of Greek
κόρις — κόρῑς , κόρις bug masc acc pl (epic doric ionic aeolic) κόρις bug masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
МАМАРДАШВИЛИ — МАМАРДАШВИЛИ Мераб Константинович (15 сентября 1930, Гори 25 ноября 1990, Москва) философ, специалист по философии сознания и истории философии. Окончил философский ф т МГУ (1954). После окончания аспирантуры (1957) работает в редакции… … Философская энциклопедия
κορίδιον — κορίδιον, τὸ (Α) 1. κοριτσάκι 2. πιθ. το φυτό κορίανδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. 1.< κόρη, ενώ με τη σημ 2. < κόρι ή < κόριον (ΙΙ). Και στις δύο περιπτώσεις εμφανίζει την υποκορ. κατάλ. ίδ ιον (πρβλ. μαχαιρ ίδιον, χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
κόριον — (I) κόριον, δωρ. τ. κώριον, τὸ (Α) μικρό κορίτσι, κοριτσάκι («ὦ πονηρὰ κώρι ἀθλίου πατρός», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. ιον]. (II) κόριον και κόρι, τὸ (Α) 1. το φυτό κορίαννο ή κορίανδρο («οὐλόμενόν γε ποτὸν κορίοιο», Νίκ.) 2.… … Dictionary of Greek
Κρεμπς, Έντουιν — (Gerhard Edwin Krebs, Λάνσινγκ, Αϊόβα 1918 –). Αμερικανός γιατρός και βιοχημικός. Το 1943 έλαβε το πτυχίο του στην ιατρική από το πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, όπου στη συνέχεια εργάστηκε ερευνητικά με τους βιοχημικούς Καρλ και Γκέρτι Κόρι. Το… … Dictionary of Greek
koro-s, kori̯o-s — koro s, kori̯o s English meaning: war, warrior Deutsche Übersetzung: “Krieg, Kriegsheer” Material: 1. without formant i̯o , i̯a : Lith. kãras “war, fight” and lengthened grade O.Pers. küra m. “Kriegsvolk, Heer; people”, Pers.… … Proto-Indo-European etymological dictionary